BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS »

Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2013



Με ρώτησε γιατί σταμάτησα να γράφω. Και άνοιξα το στόμα μου για να απαντήσω αλλά δίστασα. Γιατί σταμάτησα να γράφω? Πότε αποφάσισα ότι δεν είχα άλλα πράγματα να πω?

Σε ποιον τα έλεγα θα με ρωτήσεις. Σε μένα. Δεν αρκεί? Διάλογος με τον εαυτό μου, ναι. Μίζερο? Μπορεί. Αλλά μου δημιουργεί το ερώτημα: Πότε σταμάτησα τον διάλογο (ή μονόλογο) με τον εαυτό μου? Πότε σταμάτησα να τον χρειάζομαι πια? Πότε βούλιαξα στην καθημερινότητα? -η συνήθεια είναι το μεγαλύτερο έγκλημα είπε κάποιος.


Και τότε τρόμαξα. Όχι ότι έχασα το ταλέντο μου, ποτέ δεν το είχα. Αλλά ότι έχασα τον εαυτό μου. Αυτόν που αναζητούσε συγκλονιστικά κείμενα για να ταρακουνηθεί. Αυτόν που γνώριζε νέους ανθρώπους, ή ξαναγνώριζε παλιούς και γύρευε απεγνωσμένα να τους κλέψει κάτι, να τον αλλάξουν, να τον ταρακουνήσουν. Αυτός ο εαυτός που όταν βρισκόταν σε τέλμα έγραφε όχι για να ξεφύγει από αυτό αλλά για να το συνειδητοποιήσει, να καταλάβει το βάθος του, να ταυτιστεί με εμένα ξανά και έπειτα να με πάρει από το χέρι και να μου πει μην κλαις. Ή κλάψε για να περάσουμε στο επόμενο βήμα.

Και πότε άλλαξα? Πότε άρχισα να μην κοιτάω τους ανθρώπους στο αστικό και να μαντεύω τι σκέφτονται? Πότε άρχισα να περπατάω στο δρόμο και να σκέφτομαι πράγματα, δουλειές υποχρεώσεις? Πότε σταμάτησα να φτιάχνω ιστορίες? Πότε ξεπέρασα την ανάγκη μου να απομνημονεύω αριθμούς περίεργων αυτοκινήτων, που μαρτυρούσαν τον εγκληματία που σκότωσε βίαια έναν αθώο (έπρεπε να ξέρω τον αριθμό του αυτοκινήτου για να τον καταγγείλω στην αστυνομία!) Γιατί ξεπέρασα όλους μου τους ψυχαναγκασμούς? Μεγάλωσα?


Η πιο μελαγχολική παιδική ιστορία είναι αυτή του Πίτερ Παν. Ξεκινάς θέλοντας να βρεις τη χώρα του ποτέ ποτέ και μόλις τελειώνεις την ανάγνωση, το βιβλίο σε πείθει ότι η ευτυχία είναι και να μεγαλώνεις. Μπούρδες. Έχω βρει τη χώρα του ποτέ ποτέ. Είναι η χώρα αυτών που  μένουν παιδιά. Δεν είναι η χώρα της ατέλειωτης χαράς αλλά του έντονου πάθους για τη ζωή. Την έχω δει στα πρόσωπα κάποιων ανθρώπων , σπάνιο αλλά αν ψάξεις θα τους εντοπίσεις. Δεν μοιάζουν με παιδιά γιατί είναι παράνομο κάποιος να μην γερνάει, είναι μεγάλοι. Μεγάλοι μεταμφιεσμένοι. Η χώρα του ποτέ ποτέ δεν είναι σε έναν άλλο μακρινό γαλαξία. Συνυπάρχει μες στον πλανήτη μας όπως η κοινότητα των μάγων στο Χάρι Πότερ απλά εμείς οι Μαγκλ δεν τους αναγνωρίζουμε. Αν παίζουν όλη μέρα ? Ναι. Αν ερωτεύονται? Κάποιοι συχνά, κάποιοι μόνο μία φορά με πάθος. Αν συμβιβάζονται? Όχι. Μπορεί να προσποιούνται όμως, είναι καλοί σε αυτό δεν πρέπει να τους αναγνωρίσουν, είναι παράνομο όπως είπαμε να μην μεγαλώνεις. Ρισκάρουν, είναι έτοιμοι να τα αφήσουν όλα και να ξεκινήσουν πάλι από το μηδέν, ταξιδεύουν πολύ, έχουν φίλους σε όλο τον κόσμο. Πως τους αναγνωρίζεις? Είναι απλό. Τα μάτια τους λάμπουν και τα αισθάνονται όλα πιο έντονα. Όταν στεναχωριούνται αυτοκτονούν και όταν γελάνε ανυψώνονται στον ουρανό και μας βλέπουν εμάς σαν μυρμηγκάκια. Συλλέγουν στιγμές. Κι ψάχνουν τη μία και μοναδική, αυτή που αξίζει όσο η ζωή τους. Αυτή που τη ζεις και μετά κλείνεις τα μάτια και λες ότι και σήμερα αν πεθάνω είμαι γεμάτος. Το έχεις ζήσει ποτέ αυτό?


Δύο είναι οι μεγαλύτερες τραγωδίες στη ζωή ενός ανθρώπου. Η μία είναι να μην πραγματοποιηθούν τα όνειρά του. Και η άλλη να πραγματοποιηθούν. Πόσο πεζά όνειρα έχει κάποιος, πόσα λίγα όνειρα έχει για να μπορεί να τα υλοποιήσει επακριβώς? Πόσο πεζός ή λίγος είναι κάποιος για να σταματήσει να ονειρεύεται καινούρια πράγματα , να νιώθει πλήρως ικανοποιημένος με  ότι έχει. Η μήπως συμβιβασμένος?

Όταν σταματήσεις να ονειρεύεσαι, όταν οι προσδοκίες περιοριστούν στα στενά σύνορα της πραγματικότητας, όταν το μυαλό σου δεν ξεφεύγει, δεν σκαρώνει ιστορίες, όταν ξεχνάς πράγματα που σε άγγιξαν, όταν σταματήσεις την αναζήτηση και αποφασίσεις να ηρεμίσεις (ή να βολευτείς), όταν κουραστείς να κλαις και να γελάς με πάθος και αρκείσαι σε ένα συμβατικό χαμόγελο τότε να ξέρεις ότι έχεις απομακρυνθεί για πάντα από τη χώρα του Πίτερ Παν.

Όταν δεν ξαναεπιστρέψω στο χαρτί για να γράψω θα ξέρω ότι έχω αφεθεί και φύγει από τη χώρα αυτή. Αλλά είδες απόψε γύρισα. Δεν ήταν εύκολο. Αλλά το δωμάτιο μου είναι τώρα γεμάτο φουσκωτά, χρωματιστά μπαλόνια.