BLOGGER TEMPLATES AND TWITTER BACKGROUNDS »

Σάββατο 13 Απριλίου 2013

η Αλληλεγγύη φιλτρο μαγικό όλη η ελλάδα γαλατικό χωριό!

Έξω από τη ΓΑΔΘ χτες βράδυ με δεκάδες κεράκια αναμμένα, συνθήματα, τραγούδια, μουσικές και κραυγές "Γιώργο, Βασίλη μας ακούτε?" Και αναπτήρες που ανάβουν πίσω από τα τζάμια,εκεί που τους έχουν κλειδωμένους. Ησυχία. Και από τον τέταρτο όροφο, μέσα από το κτήριο ακούγεται μια φωνή "Αντέχουμε.Με εσάς δεν φοβόμαστε τίποτα".
http://www.youtube.com/watch?feature=player_embedded&v=56XH0IYTxew 

Τα μεγαλύτερα συναισθήματα τα έχω ζήσει σε αυτόν τον αγώνα της χαλκιδικής. Φόβο πάνω στο βουνό όταν είδα να εξελίσσονται γύρω μου σκηνές που ποτέ δεν είχα φανταστεί και κρατική καταστολή τόσο ακραία που δεν περίμενα ποτέ να δω. Οργή, κάτοικοι που αγωνίζονται για τον τόπο τους να τους συμπεριφέρονται σαν τρομοκράτες. Αλλά και συγκίνηση. Και απέραντη, αμέτρητη αλληλεγγύη. Από τη στιγμή που έφτανες στο χωριό και σε ρωτούσαν από που είστε εσείς παιδιά, που μοίραζαν σάντουιτς "πρώτα στα παιδιά που ήρθαν από μακριά" φωναζαν οι γυναίκες. Που μας έβαλαν στα αυτοκίνητά τους, στις καρότσες και μας έσωσαν από την αστυνομία. Που πλέον γνωριζόμαστε. Που ήρθαν Θεσ/κη για τους συγχωριανούς τους που τους έχουν συλλάβει και κάθησαν κάτω από τα παράθυρα του κρατητηρίου για να τους κάνουν συντροφιά! Δεν είστε μόνοι!

Φτάνοντας εκεί, βλέποντας τα κεράκια που σχημάτιζαν τη λέξη SOS τον κόσμο από κάτω συγκινήθηκα πολύ. Και δάκρυσα λίγο. Και αμέσως ντράπηκα γιατί όλοι από κάτω φώναζαν περήφανα, τραγουδούσαν, χόρευαν, γελούσαν δεν είχαν σκύψει το κεφάλι, δεν φοβήθηκαν. Και ήταν εκεί για να μην περάσουν μόνοι τη νύχτα οι συγχωριανοί, να μην την περάσουν στην ησυχία του κρατητηρίου αλλά να ακούν τραγούδια και τις φωνές των δικών τους ανθρώπων.

 Ένα χωριό που συνεχίζει να αντιστέκεται! Θα είμαστε και αύριο εκεί! Τέρμα πια στις αυταπάτες ή με τους ρωμαίους ή με τους Γαλάτες!

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2013

Πρωινό με βροχή και λίγο αέρα


                Ξυπνάς το πρωί και βρέχει. Δεν έχεις τίποτα να κάνεις σήμερα. Μπορείς να κάτσεις απλά στη πολυθρόνα που είναι μπροστά από το παράθυρο και να ακούς τη βροχή που χτυπάει την τέντα του μπαλκονιού.  Θα βάλεις και μία playlist να παίζει με τραγούδια μελαγχολικά που να ταιριάζουν με τη μουντή αυτή η μέρα. Μπορείς να κάνεις και έναν ζεστό καφέ, να κουκουλωθείς με την κουβέρτα στην πολυθρόνα , ξέρεις αυτές τις άνετες άσπρες από τα ΙΚΕΑ, να ανάψεις και ένα τσιγάρο και να ακούσεις! Να σιγοτραγουδήσεις, να ακούς στο βάθος τη βροχή, να σου έρχονται εικόνες, να μελαγχολήσεις, να κλάψεις. Έτσι πρέπει να περάσεις ένα βροχερό πρωινό που δεν έχεις τίποτα να κάνεις. Και αν ακόμη δεν νιώθεις ικανοποίηση, αν ακόμη δεν κατάφερες να βγάλεις από μέσα σου όλη την πίεση με έναν λυγμό, αν δεν σου ήρθε η κάθαρση μετά το κλάμα μπορείς να ανάψεις ένα ακόμη τσιγάρο, να πάρεις το τετραδιάκι σου και να αρχίσεις να γράφεις.
Θυμάμαι μία σκηνή από το Chocolat  την ταινία με τον πανέμορφο τσιγγάνο όπου η πρωταγωνίστρια όταν φύσαγε ένας συγκεκριμένος αέρας καταλάβαινε ότι έπρεπε να φύγει από αυτό το μέρος, ότι οι πρόγονοι της την καλούσαν να συνεχίζει να ταξιδεύει, δεν της άφηναν το περιθώριο να ριζώσει κάπου, δεν ήταν αυτή η μοίρα της. Οπότε κάθε φορά που φύσαγε αυτός ο αέρας μάζευε τα πράγματα της, έπαιρνε την κόρη της, άφηνε τα πάντα πίσω της και ξεκινούσε πάλι για άγνωστα μέρη, ξεκινούσε πάλι τη ζωή της από το μηδέν. Δεν ξέρω αν έχουν έρθει στιγμές που να το έχεις βιώσει αυτό το πράγμα. Όχι να φύγεις μόλις φυσήξει ένας συγκεκριμένος αέρας. Αλλά να ακούς ένα επαναλαμβανόμενο σφύριγμα στα αυτιά σου, μπορεί να είναι και του αέρα, που να σου λέει «ότι πήρες πήρες πάμε παρακάτω». Σε άλλες συνήθειες, σε άλλα μέρη με άλλους φίλους.
Έκανα πάντα κάτι πολύ κακό στη ζωή μου. Άφηνα φίλους πίσω. Δινόμουν με αποκλειστικότητα σε μια παρέα και ότι άλλους φίλους είχα τους εγκατέλειπα ή τους στρίμωχνα σε κανένα τυπικό τηλεφώνημα ή έναν καφέ το μήνα. Έχω προσπαθήσει να το διορθώσω αλλά η πιεστική μου καθημερινότητα δεν βοήθησε καθόλου. Και έτσι έχω χάσει κόσμο από τη ζωή μου. Αλλά υπάρχει και συνέχεια. Ναι, θα στην πω αλλά πριν τη σχολιάσεις να ξέρεις ότι είναι αποτέλεσμα μιας πολύ σκληρής αυτοκριτικής. Κανείς δεν μου το έχει πει μόνη μου το κατάλαβα, είναι η ψυχανάλυση που έχω κάνει στον εαυτό μου.
Λοιπόν, το ομολογώ. Εγώ αυτό το ψιθύρισμα, αυτό το βουητό που μου λέει <<φύγε φτάνει δεν έχεις να κερδίσεις κάτι άλλο από εδώ>> το έχω ακούσει. Έχω νιώσει το βουητό του να μου χαϊδεύει το αυτί μου, και να με προκαλεί να φύγω. Και έχω φύγει, πάντα φεύγω. Μπορεί να μην έχω βαλίτσα ή σάκο μαζί μου, μπορεί να μην μετακομίζω , να μην αλλάζω χώρα (ούτε καν πόλη!) αλλά φεύγω. Όταν νιώσω ότι έχω πάρει από τους ανθρώπους γύρω μου ότι μπορούσαν να μου δώσουν, όταν νιώσω ότι τους έχω ξεζουμίσει και δεν υπάρχει κάτι άλλο να κερδίσω συναισθηματικά από αυτούς, πάω να βρω άλλους. Δεν μαλώνω, δεν χαλάμε τις σχέσεις μας. Απλά τους πετάω έξω από την καθημερινότητά μου, τους βάζω σε λίστα 2ης προτεραιότητας, και πηγαίνουμε ια καφέ μια φορά το μήνα. Και αν συναντηθούμε ποτέ στο δρόμο τυχαία « Ρε μαλάκα πως χαθήκαμε έτσι, να κανονίσουμε για ένα καφέ»» «Ναι ρε οπωσδήποτε θα σε πάρω τηλ!»
Και έτσι ενώ κάθομαι στη πολυθρόνα και ακούω τη βροχή βλέπω φωτογραφίες από τα παλιά με κόσμο που δεν είναι πια στη ζωή μου, που ποτέ δεν μαλώσαμε απλά χαθήκαμε και είμαι μόλις 21 χρονών. Και βρήκα και κάτι φοβερό. Μια λίστα από το Λύκειο, πριν χωριστούμε όλοι σε άλλες πόλεις με τα άτομα που δεν θα ήθελα να χάσω επαφή. Με τα μισά από αυτά έχω ένα γεια και με τους υπόλοιπους σχεδόν ούτε αυτό. Ανάβω τσιγάρο. Πόσους αλήθεια ανθρώπους γνώρισες καλά και πόσοι έχουν γνωρίσει εσένα και σε έχουν καταλάβει?



Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2013



Με ρώτησε γιατί σταμάτησα να γράφω. Και άνοιξα το στόμα μου για να απαντήσω αλλά δίστασα. Γιατί σταμάτησα να γράφω? Πότε αποφάσισα ότι δεν είχα άλλα πράγματα να πω?

Σε ποιον τα έλεγα θα με ρωτήσεις. Σε μένα. Δεν αρκεί? Διάλογος με τον εαυτό μου, ναι. Μίζερο? Μπορεί. Αλλά μου δημιουργεί το ερώτημα: Πότε σταμάτησα τον διάλογο (ή μονόλογο) με τον εαυτό μου? Πότε σταμάτησα να τον χρειάζομαι πια? Πότε βούλιαξα στην καθημερινότητα? -η συνήθεια είναι το μεγαλύτερο έγκλημα είπε κάποιος.


Και τότε τρόμαξα. Όχι ότι έχασα το ταλέντο μου, ποτέ δεν το είχα. Αλλά ότι έχασα τον εαυτό μου. Αυτόν που αναζητούσε συγκλονιστικά κείμενα για να ταρακουνηθεί. Αυτόν που γνώριζε νέους ανθρώπους, ή ξαναγνώριζε παλιούς και γύρευε απεγνωσμένα να τους κλέψει κάτι, να τον αλλάξουν, να τον ταρακουνήσουν. Αυτός ο εαυτός που όταν βρισκόταν σε τέλμα έγραφε όχι για να ξεφύγει από αυτό αλλά για να το συνειδητοποιήσει, να καταλάβει το βάθος του, να ταυτιστεί με εμένα ξανά και έπειτα να με πάρει από το χέρι και να μου πει μην κλαις. Ή κλάψε για να περάσουμε στο επόμενο βήμα.

Και πότε άλλαξα? Πότε άρχισα να μην κοιτάω τους ανθρώπους στο αστικό και να μαντεύω τι σκέφτονται? Πότε άρχισα να περπατάω στο δρόμο και να σκέφτομαι πράγματα, δουλειές υποχρεώσεις? Πότε σταμάτησα να φτιάχνω ιστορίες? Πότε ξεπέρασα την ανάγκη μου να απομνημονεύω αριθμούς περίεργων αυτοκινήτων, που μαρτυρούσαν τον εγκληματία που σκότωσε βίαια έναν αθώο (έπρεπε να ξέρω τον αριθμό του αυτοκινήτου για να τον καταγγείλω στην αστυνομία!) Γιατί ξεπέρασα όλους μου τους ψυχαναγκασμούς? Μεγάλωσα?


Η πιο μελαγχολική παιδική ιστορία είναι αυτή του Πίτερ Παν. Ξεκινάς θέλοντας να βρεις τη χώρα του ποτέ ποτέ και μόλις τελειώνεις την ανάγνωση, το βιβλίο σε πείθει ότι η ευτυχία είναι και να μεγαλώνεις. Μπούρδες. Έχω βρει τη χώρα του ποτέ ποτέ. Είναι η χώρα αυτών που  μένουν παιδιά. Δεν είναι η χώρα της ατέλειωτης χαράς αλλά του έντονου πάθους για τη ζωή. Την έχω δει στα πρόσωπα κάποιων ανθρώπων , σπάνιο αλλά αν ψάξεις θα τους εντοπίσεις. Δεν μοιάζουν με παιδιά γιατί είναι παράνομο κάποιος να μην γερνάει, είναι μεγάλοι. Μεγάλοι μεταμφιεσμένοι. Η χώρα του ποτέ ποτέ δεν είναι σε έναν άλλο μακρινό γαλαξία. Συνυπάρχει μες στον πλανήτη μας όπως η κοινότητα των μάγων στο Χάρι Πότερ απλά εμείς οι Μαγκλ δεν τους αναγνωρίζουμε. Αν παίζουν όλη μέρα ? Ναι. Αν ερωτεύονται? Κάποιοι συχνά, κάποιοι μόνο μία φορά με πάθος. Αν συμβιβάζονται? Όχι. Μπορεί να προσποιούνται όμως, είναι καλοί σε αυτό δεν πρέπει να τους αναγνωρίσουν, είναι παράνομο όπως είπαμε να μην μεγαλώνεις. Ρισκάρουν, είναι έτοιμοι να τα αφήσουν όλα και να ξεκινήσουν πάλι από το μηδέν, ταξιδεύουν πολύ, έχουν φίλους σε όλο τον κόσμο. Πως τους αναγνωρίζεις? Είναι απλό. Τα μάτια τους λάμπουν και τα αισθάνονται όλα πιο έντονα. Όταν στεναχωριούνται αυτοκτονούν και όταν γελάνε ανυψώνονται στον ουρανό και μας βλέπουν εμάς σαν μυρμηγκάκια. Συλλέγουν στιγμές. Κι ψάχνουν τη μία και μοναδική, αυτή που αξίζει όσο η ζωή τους. Αυτή που τη ζεις και μετά κλείνεις τα μάτια και λες ότι και σήμερα αν πεθάνω είμαι γεμάτος. Το έχεις ζήσει ποτέ αυτό?


Δύο είναι οι μεγαλύτερες τραγωδίες στη ζωή ενός ανθρώπου. Η μία είναι να μην πραγματοποιηθούν τα όνειρά του. Και η άλλη να πραγματοποιηθούν. Πόσο πεζά όνειρα έχει κάποιος, πόσα λίγα όνειρα έχει για να μπορεί να τα υλοποιήσει επακριβώς? Πόσο πεζός ή λίγος είναι κάποιος για να σταματήσει να ονειρεύεται καινούρια πράγματα , να νιώθει πλήρως ικανοποιημένος με  ότι έχει. Η μήπως συμβιβασμένος?

Όταν σταματήσεις να ονειρεύεσαι, όταν οι προσδοκίες περιοριστούν στα στενά σύνορα της πραγματικότητας, όταν το μυαλό σου δεν ξεφεύγει, δεν σκαρώνει ιστορίες, όταν ξεχνάς πράγματα που σε άγγιξαν, όταν σταματήσεις την αναζήτηση και αποφασίσεις να ηρεμίσεις (ή να βολευτείς), όταν κουραστείς να κλαις και να γελάς με πάθος και αρκείσαι σε ένα συμβατικό χαμόγελο τότε να ξέρεις ότι έχεις απομακρυνθεί για πάντα από τη χώρα του Πίτερ Παν.

Όταν δεν ξαναεπιστρέψω στο χαρτί για να γράψω θα ξέρω ότι έχω αφεθεί και φύγει από τη χώρα αυτή. Αλλά είδες απόψε γύρισα. Δεν ήταν εύκολο. Αλλά το δωμάτιο μου είναι τώρα γεμάτο φουσκωτά, χρωματιστά μπαλόνια.